επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… … Dictionary of Greek
καταχωρίζω — καταχωρίζω, καταχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής